- περιγηθής
- περιγηθήςvery joyfulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιγηθής — ές, Α πάρα πολύ χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γηθής (< γῆθος «χαρά, ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ γηθής] … Dictionary of Greek
περιγηθέες — περιγηθής very joyful masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγηθέος — περιγηθής very joyful masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγηθέι — περιγηθέϊ , περιγηθής very joyful dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)